- βραδυφλεγής
- ης, ες, βραδυφλεγήςύφλεκτος, ος , ον медленно воспламеняющийся; медленно горящий;
βραδυφλεγής βόμβα — бомба замедленного действия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραδυφλεγής βόμβα — бомба замедленного действия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραδυφλεγής — ές αυτός που αναφλέγεται και καίγεται σιγά σιγά, λίγο λίγο … Dictionary of Greek
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
βραδυκαής — ές ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καής < καίω (πρβλ. διακαής, ευκαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραδύκαυστος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καυστός < καίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
βραδύφλεκτος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + φλεκτος < φλέγω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
βραδύκαυστος — η, ο αυτός που καίγεται σιγά σιγά, ο βραδυφλεγής: Τα βραδύκαυστα μείγματα απελευθερώνουν ενέργεια σταδιακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)